default_mobilelogo

ΓΛΩΣΣΑ - LANGUAGE

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑΡΘΡΩΝ

Ιστότοπος Ποιότητας στην Υγεία

Πέμπτη, 03 Οκτωβρίου 2013 03:00

Πολεοδομικός Προγραμματισμός Διαχείρισης Κινδύνου και Δημόσια Υγεία (Άγις Αναστασιάδης, Απόστολος Λαγαρίας)

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Αγις Αναστασιάδης1,  Απόστολος Λαγαρίας2

Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, Μαθηματικός, Καθηγητής Α.Π.Θ.

Email:aghis@arch.auth.gr

2 Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, MSc, Διδάκτορας Α.Π.Θ.

Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Tα καταστροφικά φαινόμενα αποτελούν σήμερα ένα πεδίο αναλυτικής και προγραμματικής επιστημονικής έρευνας στο πλαίσιο του πολεοδομικού προγραμματισμού και θεωρείται ότι η σωστή αποτίμηση και διαχείριση των συνεπειών τους μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπισή τους.

Στη συνέχεια αναφερόμαστε σε ένα προγραμματικό μεθοδολογικό πλαίσιο που αφορά κυρίως στον πολεοδομικό προληπτικό σχεδιασμό, στην κατανόηση των δεδομένων της κρίσης ως προς το αστικό περιβάλλον με σκοπό την πρόληψη των δυσμενών καταστάσεων αλλά και στην αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, στην άμεση κατά το δυνατό παροχή υγειονομικής περίθαλψης, στη δημιουργία των προϋποθέσεων επανένταξης της πόλης και επαναφοράς της σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας.

Τα παραδείγματα στα οποία γίνεται αναφορά αφορούν σε μεθόδους διαχείρισης κινδύνου σε αστικά κέντρα που βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων και θέτουν βασικές προτεραιότητες σχεδιασμού στις οποίες συνεκτιμώνται οι παράγοντες φυσικής και κοινωνικής τρωτότητας, η ασφάλεια των πολιτών, η εξασφάλιση συνθηκών άμεσης και αποτελεσματικής περίθαλψης.

Στόχος των μεθόδων αυτών είναι η διαμόρφωση ενός συνολικού διεπιστημονικού πλαισίου διερεύνησης του αστικού χώρου, που περιλαμβάνει και τη χρήση νέων καινοτόμων τεχνολογιών και μεθόδων και το οποίο συνδέει την αποτίμηση της φυσικής τρωτότητας με βιώσιμες πρακτικές προγραμματισμού – σχεδιασμού που συμπεριλαμβάνουν και τον τομέα της υγείας.

 

Λέξεις Κλειδιά: διαχείριση κινδύνου, καταστροφικά φαινόμενα, πολεοδομικός προγραμματισμός, βιώσιμες πρακτικές σχεδιασμού, δημόσια υγεία

 

Σχέση πολεοδομικού προγραμματισμού και δημόσιας υγείας

Η ύπαρξη ενός συστηματικού πολεοδομικού προγραμματισμού προσανατολισμένου σε ένα πλαίσιο «μη τρωτής ανάπτυξης» είναι ιδιαίτερα κρίσιμος γενικότερα για τη διαχείριση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης αλλά και ειδικότερα για το ζήτημα της δημόσιας υγείας.

Σύμφωνα με τους KearnsBeaty & Barnett (2007) οι καταστάσεις κινδύνου αποτελούν έναν παράγοντα που ανάμεσα σε άλλους επηρεάζουν σε παγκόσμιο επίπεδο την ανάπτυξη των πόλεων και συνδέονται με τη δημόσια υγεία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν «Παγκόσμιοι παράγοντες όπως η κλιματική αλλαγή, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η τρομοκρατία, η έντονη αστικοποίηση, η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, η αύξηση της κατανάλωσης, ο κίνδυνος παγκόσμιων επιδημιών, όλα επηρεάζουν την ανάπτυξη των πόλεων. Αυτοί οι παράγοντες διαμορφώνουν ορισμένες από τις βασικές προκλήσεις για τη μελλοντική υγεία των κατοίκων των πόλεων και συνολικά των αστικών βιο-περιφερειών, το οικολογικό σύστημα δηλαδή από το οποίο εξαρτώνται οι πόλεις».

Παράλληλα, η έντονη ανάπτυξη των πόλεων έχει μεταβάλλει τα πολεοδομικά τους χαρακτηριστικά και έχει οδηγήσει σε μια βίαιη υποβάθμιση του περιβάλλοντος με αποτέλεσμα να αποτελούν συστήματα με έντονη τρωτότητα απέναντι σε καταστροφικά φαινόμενα που θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την υγεία των πολιτών. Ως τέτοια φαινόμενα θεωρούμε τα βραχείας διάρκειας «κατακλυσμικά» φαινόμενα όπως οι φυσικές καταστροφές, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι τεχνολογικές καταστροφές, τα βιομηχανικά ατυχήματα και τα δυστυχήματα μεγάλης εμβέλειας, καθώς επίσης και οι τρομοκρατικές ενέργειες. Το σύνολο των γεγονότων αυτών συνθέτουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις για την ανθρώπινη ζωή, τις συνθήκες διαβίωσης, το δομημένο περιβάλλον, τις οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες με αποτέλεσμα να αποκτά μεγάλη σημασία ένας πολεοδομικός προγραμματισμός ενταγμένος στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου.

Στα πλαίσιο αυτό ο προγραμματισμός δεν αφορά μόνο στη δομική τρωτότητα του χώρου, δηλαδή καθαρά στα δομημένα στοιχεία του, αλλά και σ’ αυτή που αναφέρεται σε όλους τους υπόλοιπους παράγοντες τρωτότητας της πόλης, πολεοδομικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, δημογραφικούς, δημόσιας υγείας, στο σύνολο των λειτουργιών και υποδομών της, όπως επίσης και στην εκτίμηση των άμεσων και έμμεσων επιδράσεών στον ίδιο τον πληθυσμό. Οι παράγοντες και τα στοιχεία που πρέπει να σταθμιστούν και να εκτιμηθούν είναι η πορεία, η ένταση, η διάρκεια των φυσικών φαινομένων, ο βαθμός έκθεσης των ατόμων και των αγαθών στα φυσικά φαινόμενα, η πρόληψη και η προετοιμασία απέναντι στην κρίση (WeichselgartnerJ., 2004).

Ιστορικά ο πολεοδομικός προγραμματισμός έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση της δημόσιας υγείας και λειτουργούσε ως μέσο καταπολέμησης και πρόληψης επιδημιών. Μεγάλες αστικές αναπλάσεις, αστικές υποδομές, αποχετευτικά δίκτυα και δίκτυα ύδρευσης αποτέλεσαν ιστορικά μέσα βελτίωσης της δημόσιας υγείας με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον εκσυγχρονισμό του Παρισιού από τον Haussmann. Το σχέδιο πολεοδομικής επέμβασης εφαρμόστηκε μεταξύ 1853 και 1870 και περιελάμβανε ανασχεδιασμό και διαπλατύνσεις οδικών αξόνων, δημόσια πάρκα, οικοδομικούς κανονισμούς και κατασκευή νέων δικτύων ύδρευσης-αποχέτευσης, μετασχηματίζοντας ριζικά τη μεσαιωνική δομή της πόλης.

Ο σύγχρονος αστικός σχεδιασμός και το ζήτημα της δημόσιας υγείας αναδείχτηκαν ως σημαντικές παράμετροι των σύγχρονων (μετα-βιομηχανικών) πόλεων. Η ανάπτυξη της βιομηχανικής πόλης εξάλλου, ανέδειξε τα σημαντικά προβλήματα που μπορεί να επιφέρει στη δημόσια υγεία η έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού, με τη δημιουργία πυκνών εργατικών περιοχών κατοικίας με έλλειψη υποδομών, ανεπαρκή διαχείριση αποβλήτων, μόλυνση και ελλιπή μέτρα διαχείρισης κινδύνου από βιομηχανικά ατυχήματα, επιδημίες, πυρκαγιές κ.α..

Στο σύγχρονο πλαίσιο η σχέση μεταξύ πολοεδομίας και δημόσιας υγείας εντοπίζεται σύμφωνα με τους Dodson & Burke (2007) σε δύο κυρίως άξονες, α) τη σχέση αστικής μορφής και δημόσιας υγείας με σύνδεση του ζητήματος των πυκνοτήτων κατοίκησης και της οργάνωσης των κεντρικών πόλεων και των προαστίων β) τη σχέση δικτύου μεταφορών και δημόσιας υγείας. Και τα δύο αυτά ζητήματα παίζουν καθοριστικό ρόλο και στο ζήτημα της διαχείρισης κινδύνου σε περίπτωση φυσικών καταστροφών. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζεται το πλαίσιο ενός πολεοδομικού σχεδιασμού ενταγμένου στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου με παρουσίαση των διαφορετικών φάσεων διαχείρισης του κινδύνου σε αστικό περιβάλλον αλλά και του ρόλου σύγχρονων εργαλείων και μοντέλων προσομοίωσης.

 

Πολεοδομικός προγραμματισμός - σχεδιασμός ενταγμένος στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου

Mπροστά στο καταστροφικό φαινόμενο η πόλη αποτελεί ταυτόχρονα ένα δομημένο χώρο, ένα χώρο συγκέντρωσης πληθυσμού, δραστηριοτήτων, ένα διοικητικό χώρο, ένα χώρο με τη δική του ταυτότητα, τα δικά του χαρακτηριστικά. H έννοια της ταυτότητας του χώρου προκύπτει από την εικόνα του, τα σύμβολά του, τις πρακτικές του και από την επίδραση που όλα αυτά έχουν στους ίδιους τους κατοίκους αλλά και στον εξωτερικό πληθυσμό. Eξαρτάται από την ίδια τη θέση της πόλης στο άμεσο και στο ευρύτερο περιβάλλον και στις σχέσεις που αυτή αναπτύσσει μ’ αυτό.

H διερεύνηση της τρωτότητας της πόλης περιλαμβάνει από τη μιά τα ίδια τα στοιχεία του πολεοδομικού χώρου αντιμέτωπα με τη φυσική καταστροφή κι’ από την άλλη τη συμπεριφορά τους στις διαφορετικές φάσεις του φαινομένου. Παράλληλα, οι καταστροφικές επιπτώσεις στα στοιχεία που απαρτίζουν τον πολεοδομικό χώρο, διαφοροποιούνται χρονικά σε περιόδους οι οποίες έχουν ως αφετηρία τη στιγμή που ξεκινάει το φυσικό καταστροφικό φαινόμενο και διαρκούν μέχρι τη στιγμή που το σύστημα που έχει υποστεί την καταστροφή σταθεροποιηθεί. Σε καθεμία από τις περιόδους αυτές η πόλη πρέπει ν’ απαντήσει σε συγκεκριμένα ερωτήματα σχετικά με τη θωράκισή της και τα μέτρα πρόληψης που έχουν προγραμματιστεί από τους αρμόδιους φορείς.

Το γενικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων (BlaikieDavis & Wisner 1994) σε ότι αφορά στον προγραμματισμό διαχείρισης κινδύνου έχει ως στόχο

α) τη δημιουργία μιας προγραμματικής-σχεδιαστικής βάσης, τον καθορισμό ζωνών, την κωδικοποίηση των κτιρίων, τη χάραξη στρατηγικής ώστε να περιορίζεται κατά το δυνατό η διακινδύνευση από φυσικές καταστροφές,

β) την εκτίμηση του αριθμού και του είδους των πηγών που απαιτούνται για την παροχή βοήθειας σε ενδεχόμενες περιοχές που θα πληγούν από σεισμό,

γ) την οργάνωση και τον προσδιορισμό προτεραιοτήτων, οι οποίες στηρίζονται σε συγκεκριμένα πρότυπα, για την ανάκαμψη πληγέντων περιοχών.

Το παραπάνω πλαίσιο διαχωρίζεται στα εξής στάδια - φάσεις:

α) φάση της φυσιολογικής -εκτός κρίσης- ανάπτυξης της πόλης – στάδιο ετοιμότητας.  H φάση αυτή που αποτελεί τη βάση αναφοράς στον προγραμματισμό, αναφέρεται στην περίοδο ομαλής πορείας της πόλης πριν από το καταστροφικό γεγονός. H ανάλυση των λειτουργιών του συστήματος κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής είναι απαραίτητη ώστε να προσδιοριστούν όλα τα τρωτά στοιχεία του και οι αναπτυξιακές του τάσεις και παράλληλα να γίνουν κατανοητές οι πιθανές συνθήκες της κρίσης. Στο πρώτο στάδιο του π.λ.α., καλύπτεται μια γενικότερη σειρά ζητημάτων όπως οι παράγοντες τρωτότητα της πόλης, οι μεταφορές και τα δίκτυα, η πληροφόρηση και τα σχέδια δράσης, οι πηγές παροχής βοήθειας, οι περιοχές Seveso, ενεργειακά ζητήματα.

β) H φάση της κρίσης. Tο ίδιο το καταστροφικό φαινόμενο προσδιορίζει την αρχή της φάσης, ενώ η διάρκειά της είναι συνάρτηση του μεγέθους και των καταστροφικών συνεπειών και της τρωτότητας των στοιχείων της πόλης. Συνήθως διαρκεί μερικές μέρες έως το πολύ βδομάδες. Συγκεκριμένα, κατά το δεύτερο στάδιο του π.λ.α., καλύπτονται ζητήματα όπως η αποτίμηση της κατάστασης, η εξασφάλιση άμεσης πρόσβασης του πληθυσμού σε ασφαλείς περιοχές και η οργάνωση των χώρων πρόχειρης διαμονής, η απόκριση και συγκεκριμένα η ελαχιστοποίηση απωλειών, η επίσπευση βοήθειας με στόχο να εξασφαλιστούν κάποιες στοιχειώδεις λειτουργίες της πόλης και ο συντονισμός των ενεργειών, η ταχεία αποκατάσταση δικτύων και λειτουργιών.

γ) φάση ανάκαμψης. και απόκρισης. H φάση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί και ως φάση επιστροφής στην αυτονομία. Οι προγραμματικές πολεοδομικές-χωροταξικές προτάσεις-αποφάσεις που αναφέρονται στη φάση αυτή, επιφέρουν μια εντελώς καινούργια θεώρηση του πολεοδομικού χώρου και μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι απεριόριστες. Oι προσπάθειες κινούνται στον προγραμματισμό των απαραίτητων ενεργειών ώστε η πόλη να αποκτήσει ένα ελάχιστο αριθμό στοιχειωδών συνθηκών λειτουργίας. H επανεκκίνηση των δραστηριοτήτων της πόλης εξαρτάται από το πόσο θα καθυστερήσουν τη λειτουργία τους οι βασικές λειτουργίες της (ενεργειακά δίκτυα, δίκτυα μεταφορών, κλπ).

δ) Από ορισμένους μελετητές, χρησιμοποιείται και μία τέταρτη φάση που αναφέρεται στο στάδιο μετριασμού επιπτώσεωνΚατά το στάδιο αυτό καλύπτονται ζητήματα όπως η προσομοίωση μακροπρόθεσμων επιπτώσεων μελλοντικών σεισμών, η χάραξη στρατηγικών ελαχιστοποίησης των κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεων, ο καθορισμός εναλλακτικών προτάσεων με βάση την ανάλυση αποτελεσματικότητας του κόστους.

Μία μέθοδος που εφαρμόζει το παραπάνω πλαίσιο λήψης αποφάσεων, είναι η μέθοδος ολικής αξίας (AnastassiadisA., 2006) η οποία περιλαμβάνει τρία διαφορετικά επίπεδα προγραμματισμού. Το πρώτο αφορά στους παράγοντες τρωτότητας της πόλης (δεδομένα της κρίσης σε ότι αφορά στο αστικό περιβάλλον, αντίληψη των κινδύνων και καθορισμός των τρωτών στοιχείων της πόλης), το δεύτερο έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση κινδύνου και τις μεθόδους αντιμετώπισης των γεγονότων και των επιπτώσεών τους, δηλαδή τον προληπτικό προγραμματισμό και το τρίτο τη δημιουργία των προϋποθέσεων επανένταξης της πόλης και επαναφοράς της σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας

Η εφαρμογή μεθόδων όπως αυτή της ολικής αξίας προϋποθέτει χρήση καινοτόμων τεχνολογιών και μεθόδων. Για παράδειγμα απαραίτητη είναι η οργάνωση δεδομένων σε βάσεις GIS όπου καθίσταται δυνατός ο συνδυασμός χαρακτηριστικών του αστικού χώρου, διευκολύνεται η καταγραφή των δεδομένων και η χρήση του για μελλοντικούς υπολογισμούς, μπορεί να γίνεται αυτόματη ενημέρωση νέων δεδομένων με εφαρμογές; WEB-based κλπ. Για παράδειγμα στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος SRM-LIFE μέσα από μία ολοκληρωμένη βάση δεδομένων για την περιοχή του κέντρου της Θεσσαλονίκης έγινε δυνατός ο συνδυασμός μίας σειράς μεταβλητών για τον υπολογισμό της ‘ολικής αξίας’ και της τρωτότητας της κάθε ζώνης της πόλης. Είναι σαφές ότι η αξιοποίηση χωρικών βάσεων δεδομένων και των σύνθετων εργαλείων ανάλυσης των χωρικών πληροφοριών που παρέχουν τα GIS τα καθιστούν μία τεχνολογία αιχμής για τη διερεύνηση ενός πολεοδομικού προγραμματισμού ενταγμένου στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου.

 

Ερευνητικά - προγραμματικά μοντέλα για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών

Σαφής είναι η συσχέτιση μεταξύ πολεοδομικού και χωροταξικού προγραμματισμού και περιορισμού του κινδύνου μπροστά σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Με την ύπαρξη ενός συστηματικού προγραμματισμού προσανατολισμένου προς την παραπάνω κατεύθυνση, σε ένα πλαίσιο δηλαδή «μη τρωτής ανάπτυξης», θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η συνηθισμένη κατάσταση σύμφωνα με την οποία οι καταστροφές εξαιτίας φυσικών φαινομένων να θεωρούνται απλά σαν μια πρόσκαιρη διακοπή λειτουργίας του χωρικού συστήματος (McEntureetal, 2002).

Η διαφορά μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης και μιας καταστροφής είναι πως η πρώτη εκφράζει τη συνολική αντίδραση της πόλης μπροστά σε κατακλυσμικά γεγονότα και συνήθως προηγείται της δεύτερης, η οποία είναι και η τελική εκδήλωση του ίδιου του γεγονότος.

Η καταστροφή συνεπώς βρίσκεται πιο κοντά στο ίδιο το γεγονός παρά τις συνέπειές του. Αυτή η διαφορετική θεώρηση εστιάζει την προσοχή μας στους εσωτερικούς μηχανισμούς ενός κατακλυσμικού γεγονότος. Από την άποψη αυτή μπορούμε να ορίσουμε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως το αποτέλεσμα ενός κατακλυσμικού γεγονότος το οποίο με τη σειρά του αναδύεται ως συνισταμένη, από μια εξίσου ακραία αλυσιδωτή αντίδραση επιμέρους μοναδικών αστικών συμβάντων.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί να κατασκευαστεί μια σειρά μοντέλων τα οποία συνδυάζουν και δανείζονται στοιχεία από επιστήμες όπως η σεισμολογία, η εδαφομηχανική, η μετεωρολογία, η συγκοινωνιολογία, η πολεοδομία, η εξελικτική βιολογία. Τα μοντέλα έχουν άμεσες ηλεκτρονικές εφαρμογές σε συστήματα που είναι γνωστά ως Cusp Catastrophe Models και στηρίζονται σε θεωρίες του χάους και της αναδυτικότητας (emergence), προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες του αστικού χώρου.

Ο πολεοδομικός – χωροταξικός προγραμματισμός σχεδιασμός για την κατασκευή τέτοιων μοντέλων, εφαρμόζει μεθόδους ζωνοποίησης ως προς την επικινδυνότητα στις πόλεις, με βάση την εμπειρία καταστροφικών φαινομένων και κάνοντας χρήση της θεωρίας πιθανοτήτων, σύμφωνα με τις λανθάνουσες ή ιστορικά αποδεδειγμένες τάσεις των αστικών περιοχών να προσελκύουν κατακλυσμικά φαινόμενα. Οι τάσεις και τα γεγονότα διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη, από γειτονιά σε γειτονιά, ανάλογα τις γεωλογικές, κλιματολογικές, πολεοδομικές, τεχνολογικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, διοικητικές συνθήκες  (Lewis, 1999).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί να δημιουργηθεί μια «ιδεατή» τοπογραφία για την περίπτωση εκτόνωσης πληθυσμών σε περιπτώσεις σεισμού ή κάποιου άλλου κατακλυσμικού συμβάντος. Η μέθοδος λαμβάνει υπόψη συγκεκριμένες περιοχές - σημεία της πόλης, δημόσια κτίρια, νοσοκομεία κλπ., τους χρόνους μετακίνησης από και προς αυτά, θεωρώντας διαφορετικά σενάρια καταστροφής (μετρήσεις συντριμμάτων, κλεισίματα δρόμων κλπ.), ενώ δεν χρησιμοποιεί ισοϋψείς, αλλά ιεραρχημένες προγραμματικές λειτουργίες ανοιχτού χώρου που συνεισφέρουν άμεσα στην ταχύτητα αναχώρησης του πληθυσμού από το χώρο που έχει πληγεί προς ασφαλέστερη κατεύθυνση (AnastassiadisAetal., 2007), (ThomR., 1989).

Ένα άλλο  κομβικό ζήτημα που απασχολεί τον πολεοδομικό σχεδιασμό και προγραμματικό στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου είναι αυτό της εκτόνωσης πληθυσμών σε περιπτώσεις σεισμού ή κάποιου άλλου κατακλυσμικού συμβάντος. Αναφερόμαστε δηλαδή με την εφαρμογή μιάς σειράς μοντέλων, σε ένα πλαίσιο γενικής εποπτείας και λήψης αποφάσεων σε περίπτωση καταστροφικού φαινομένου

Η θεωρία πιθανοτήτων στα παραπάνω μοντέλα εφαρμόζεται ως προς την αφετηρία, την εξάπλωση, την κορύφωση και την εκτόνωση κατακλυσμικών γεγονότων, σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, χώρους και διαδρομές μέσα το αστικό περιβάλλον. Το κάθε γεγονός είναι μετρήσιμο -από τη στιγμή που έχει αρχή και τέλος- και περιλαμβάνει ένα σύστημα περιορισμένων μεταβλητών και παραγόντων των οποίων οι συνδυαστικές δυνατότητες είναι ποικίλες, αλλά το αποτέλεσμα συγκεκριμένο και μη αναστρέψιμο και εξαρτάται από την ίδια την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Εντούτοις είναι γεγονός ότι όλες οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαχείριση κινδύνου, είχαν μεν ως στόχο το περιορισμό της διακινδύνευσης μπροστά στα κατακλυσμικά φαινόμενα, δεν μπορεί όμως κανείς να ισχυριστεί ότι τα μοντέλα αυτά πέτυχαν να περιορίσουν ικανοποιητικά όλες τις επιδράσεις. Μεγάλη ήταν η σημασία που δόθηκε σε υπολογισμούς πιθανοτήτων, στην ανάλυση της συχνότητας και της έντασης των φαινομένων, ενώ ο κοινωνικός παράγοντας αυτός καθ’ αυτός δεν πάρθηκε υπόψη όσο θα έπρεπε.

 

Μοντέλα αστικής εκκένωσης και ο ρόλος των agent-basedμοντέλων

Μία άλλη κατεύθυνση έρευνας που μπορεί να αξιοποιήσει νέες τεχνολογίες και μεθόδους στη διαχείριση κινδύνου σε αστικό περιβάλλον αποτελεί η διαμόρφωση Δυναμικών Σεναρίων Αστικής Εκκένωσης βασιζόμενων στις μεθόδους μοντελοποίησης των Agent-Based Systems (ABMs). Τα βασικά στοιχεία εμφανίζονται σε κάθε μοντέλο τέτοιου τύπου είναι οι Agents {A} και σύνολα επιπέδων που ορίζουν διαφορετικά επίπεδα του αστικού τοπίου {L}. Υποθέτουμε ότι υπάρχουν M agents ο καθένας εκ των οποίων χαρακτηρίζεται από ένα δείκτη κ και βρίσκεται σε μία δεδομένη θέση i μία δεδομένη χρονική στιγμή t συνεπώς , Aik(t), k = 1,2,…M. Υποθέτουμε επίσης ότι υπάρχουν W διαφορετικά τοπία. Και σε κάθε διαφορετικό τοπίο λ υφίστανται Ν χωρικές μονάδες (κυψέλες)  όπου κάθε θέση στο χώρο και χρόνο συμβολίζεται ως Liλ(t), λ = 1,2,…W. Η βασική ιδέα ενός agent-based μοντέλου είναι ότι οι agents αντιδρούν με συγκεκριμένο τρόπο με το τοπικό τους περιβάλλον κάτι που κωδικοποιείται μέσα από πλαίσιο αλληλεπιδράσεων τους με το αστικό τοπίο.

Tα ABMs ουσιαστικά είναι μοντέλα προσομοίωσης που έχουν εισαχθεί πρόσφατα στην αστική ανάλυση, και αναπαριστούν χωρικές διαδικασίες με παράγοντες (agents) που δεν έχουν συγκεκριμένη θέση στο χώρο αλλά αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον του μοντέλου και μεταξύ τους ανάλογα με σαφώς ορισμένους κανόνες. Τα ABMs έχουν αξιοποιηθεί έως σήμερα σε πολλούς κλάδους της γεωγραφικής ανάλυσης και της μελέτης του αστικού χώρου καθώς έχουν αξιοποιηθεί σε μοντέλα χρήσεων γης, μοντέλα κατανομής του πληθυσμού και των κοινωνικοοικονομικών ομάδων κ.α. Επιπλέον έχουν χρησιμοποιηθεί ως μοντέλα προσομοίωσης της κίνησης πληθυσμού και ατόμων σε αστικό χώρο (Batty, 2005), (Helbingetal, 2000) και σε κτίρια (Haetal., 2011). Σε μία άλλη μελέτη εφαρμογής ABMs ο Chen (Chen, 2008) εξετάζει διαφορετικές μεταξύ τους δομές ενός δικτύου δρόμων εντός αστικού ιστού με στόχο να διερευνήσει σενάρια εκκένωσης σε επίπεδο οχημάτων.

Τα μοντέλα αυτά παρουσιάζουν ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και συγκεκριμένα α) μία μετάβαση της προσέγγισης στην κίνηση από ένα συνολικό (aggregate) επίπεδο σε ένα ατομικό επίπεδο (Castle, 2006) β) τη δυνατότητα διερεύνησης πολλαπλών σεναρίων με διαφοροποίηση παραμέτρων (Helbingetal, 2000). Μία συνοπτική παρουσίαση των βασικών αρχών ενός τέτοιου εργαλείου που προωθείται από την συγγραφική ομάδα[1] με στόχο την ανάλυση των μετακινήσεων του πληθυσμού προς ελεύθερους ασφαλείς χώρους κατά τη διάρκεια της κρίσης παρουσιάζεται στη συνέχεια.

 

Αυτό που επιχειρείται να μοντελοποιηθεί είναι οι απαιτούμενες μετακινήσεις και ο χρόνος μετάβασης των πολιτών από πυκνοδομημένες οικιστικές περιοχές σε ασφαλείς υπαίθριους χώρους μέσα  στον αστικό ιστό (YuhongZh. 2008). Τα βασικά στοιχεία εμφανίζονται στο μοντέλο είναι οι Agents και σύνολα επιπέδων που ορίζουν διαφορετικά επίπεδα του αστικού τοπίου. Η βασική ιδέα ενός agent-based μοντέλου είναι ότι οι agents αντιδρούν με συγκεκριμένο τρόπο με το τοπικό τους περιβάλλον κάτι που κωδικοποιείται μέσα από πλαίσιο αλληλεπιδράσεων τους με το αστικό τοπίο. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο πληθυσμός μίας περιοχή αντιστοιχεί στους Agents, ενώ ο αστικός χώρος με τη ρυμοτομία, τις χρήσεις γης, τις σχέσεις δομημένου-αδόμητου χώρου αλλά και το δίκτυο των κοινόχρηστων και ‘ασφαλών’ κατά τη διάρκεια ενός σεισμικού φαινομένου χώρων αποτελούν το τοπίο. Πολλές παράμετροι όπως η χωρητικότητα και η προσβασιμότητα των ελεύθερων χώρων, το πλάτος των οδών, οι πληθυσμιακές πυκνότητες θα ληφθούν υπόψη κατά την επεξεργασία του μοντέλου. Τελικός στόχος είναι η κωδικοποίηση των πολυάριθμων κινήσεων των πολιτών που αναμένονται να συμβούν κατά τη διάρκεια του σεισμικού και η δημιουργία ενός εργαλείου προσομοίωσης που θα παρουσιάζει την διαδικασία της εκκένωσης σε πραγματικό χρόνο. Το μοντέλο θα μπορεί να εκτιμά τα ελάχιστα και μέγιστα χρονικά όρια διαφυγής από κάθε σημείο του χώρου, με συνυπολογισμό σημείων συνωστισμού, προσδιορισμό προβληματικών σημείων με πλήρη απουσία κενών και ασφαλών εκτάσεων κλπ.

 

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μέσα από την αναφορά στο μεθοδολογικό πλαίσιο που αφορά στον πολεοδομικό σχεδιασμό με στόχο την κατανόηση των δεδομένων της κρίσης ως προς το αστικό περιβάλλον και την πρόληψη και την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, διαπιστώθηκε η περαιτέρω ανάγκη ανάπτυξης του με παράλληλη διαμόρφωση ενός συνολικού διεπιστημονικού πλαισίου διερεύνησης.

Στα παραδείγματα μεθόδων διαχείρισης κινδύνου σε αστικά κέντρα στα οποία έγινε αναφορά, συνεκτιμώνται οι παράγοντες φυσικής και κοινωνικής τρωτότητας καθώς και η ασφάλεια των πολιτών, η δημόσια υγεία, ενώ παράλληλα προβάλλεται έντονα ο σημαντικός ρόλος νέων καινοτόμων μεθόδων ανάλυσης και παράλληλα παρουσιάζονται οι βασικές αρχές ενός Agent-based μοντέλου που προωθείται από την συγγραφική ομάδα με στόχο την ανάλυση των μετακινήσεων του πληθυσμού προς ελεύθερους ασφαλείς χώρους. H ολοκλήρωση του μεθοδολογικού αυτού εργαλείου και η πιλοτική εφαρμογή του σε σενάρια αστικής εκκένωσης μίας σειράς πυκνοδομημένων ελληνικών πόλεων αποτελεί βασικό μελλοντικό στόχο της συγγραφικής ομάδας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Anastassiadis A. (2006), Risk management in the historical center of Thessaloniki, Technika Chronika, Scientific Journal of thw T.C.G., Architecture, Urban and Regional Planningvol. 22, no 1&2, p. 9-18, Athens

Anastassiadis A., Argyroudis S. (2007), Seismic Vulnerability Analysis in Urban Systems and Road Networks. Application to the City of Thessaloniki, Greece, International Journal of Sustainable Development and Planning, Vol. 2, Issue 3, p.p. 1-15, WITpress, Southampton, Boston

Batty Μ. (2005), Cities and complexity: Understanding cities with Cellular Automata, Agent-Based models, and Fractals, MIT Press, Cambridge, Massachusetts, London, England

Blaikie P., Davis I., Wisner B. (1994), At risk : natural hazards, people’s vulnerability and disasters, Routledge, London

Castle C.J.E. (2006), Developing a Prototype Agent-Based Pedestrian Evacuation Model to Explore the Evacuation of King’s Cross St Pancras Underground Station, ULC Working Papers, Paper 108

Chen X. (2008), Agent-Based Simulation of Evacuation Strategies under Different Road Network Structures, Journal of the Operational Research Society 59, 25-33

Dodson J., Burke M. (2007), Making cities healthier: Reconnecting public health and urban planning, Planning Health Bulletin South Australia, Planning for Health: The Built Environment Volume 4, nr 3

Ha V., Lykotrafitis G. (2012), Agent-based modeling of a multi-room multi-floor building emergency evacuation, Physica A: Statistical Mechanics and its ApplicationsVolume 391, Issue 8, p.p. 2740–2751

Helbing, D., Farkas, I.J. and Vicsek, T. (2000), Simulating Dynamical Features of Escape Panic, Nature, 407: 487-490

Kearns Α., Beaty M. , Barnett G. (2007) A social–ecological perspective on health in urban environments, Planning Health Bulletin South Australia, Planning for Health: The Built Environment Volume 4, nr 3

Lewis J. (1999), Development in Disaster-Prone Places: Studies of Vulnerability, Intermediate Technology, Boston, Prentice Hall.

McEnture D.A., Fuller C., Johnston C.W., Weber R. (2002), A comparison of disaster paradigms: the search for a holistic policy guide’, Public Administration Review, 62 (3)p. 267-281

RISK-UE (2004), An Advanced Approach to Earthquake Risk Scenarios with Applications to Different European Towns, W.P.14, Contract: EVK4-CT-2000-00014. Synthesis of the Application to Thessaloniki City, Urban Planning.

SRM-LIFE (2007), Urban planning for the development of a global methodology for the vulnerability assessment and risk management of infrastructures, life-lines, and critical facilities. Application to the metropolitan area of ThessalonikiOrganization of Master Plan and Environment Protection of Thessaloniki.

Thom R. (1989), Structural Stability and Morphogenesis, An Outline of a General Theory of Models, Perseus Publishing, USA.

Yuhong Zh. (2008), Agent-based modeling and simulation for pedestrian movement behaviors in space: a review of applications and GIS issues, Proc. SPIE 7143, 71431, http://dx.doi.org/10.1117/12.812583

Weichselgartner J. (2004), Changer au rythme des changements : Les défis s’adressant à la gestion des risques naturels, in Risques naturels et aménagement en Europe, (dir. Veyret Y.), p. 212-221, Armand Colin, Paris



[1] Το μοντέλο τη στιγμή της συγγραφής της παρούσας εργασίας βρίσκεται στα πρώτα στάδια επεξεργασίας.

Διαβάστηκε 6650 φορές

Website Security Test

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ