Άγγελος Στεργίου
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Η αύξηση του ορίου ηλικίας στο 67ο έτος υπηρετεί κυρίως δημοσιονομικές προτεραιότητες. Αποτιμάται το δημοσιονομικό όφελος, ενώ συχνά αγνοούνται οι κοινωνικές επιπτώσεις. Κατά βάση, με την αύξηση του γενικού ορίου ηλικίας θα μεταβληθεί η ίδια η φύση της σύνταξης λόγω γήρατος.
Στα πρώτα βήματα του θεσμού, τη σύνταξη γήρατος απολάμβαναν οι λίγοι τυχεροί της λοταρίας της ζωής. Πράγματι, στις αρχές του 20ου αιώνα, η σύνταξη γήρατος απέβλεπε στην προστασία όσων αδυνατούσαν, λόγω φυσιολογικής φθοράς των σωματικών ή πνευματικών τους δυνάμεων, να παραμείνουν στην παραγωγική διαδικασία. Αυτή η στενή πρόσληψη της σύνταξης οδηγούσε σε εργαζόμενους «τετριμμένους» με το ένα πόδι στον τάφο. Μεταπολεμικά, η μετάλλαξη της σύνταξης γήρατος σε δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο αποτέλεσε μια ανθρωπολογική αλλαγή, τη σημαντικότερη έκφανση του κοινωνικού κράτους. Το γήρας από κίνδυνος –ο κίνδυνος δεν επέρχεται σε όλους, ειδάλλως δεν είναι κίνδυνος- μεταβλήθηκε περίπου σε βεβαιότητα. Η αβεβαιότητα του «αν» -γεράσει κανείς- αντικαταστάθηκε από την αβεβαιότητα του «πότε». Η προοπτική μιας σύνταξης-ελεύθερου χρόνου ανυψώθηκε σε δικαίωμα στη ζωή μετά την εργασία.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η σύνταξη γήρατος μεταβλήθηκε βαθμηδόν σε προσωπικό σχέδιο ζωής (και ίσως καλύτερης) που απευθύνεται σε όλους τους πολίτες και οργανώνεται συλλογικά με τη συμβολή του κράτους. Η κοινωνία με τους συνταξιοδοτικούς μηχανισμούς προσφέρει πλέον στα μέλη της το ένα τρίτο της ζωής τους με ανάπαυση και ελεύθερο χρόνο. Για όλο και λιγότερους ανθρώπους, τα γηρατειά με τη βιολογική τους πρόσληψη –από αυτή την άποψη, υπάρχει σοβαρή ιατρική διχοστασία- δεν ταυτίζονται με το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση. Του λοιπού, η κοινωνική κατασκευή του γήρατος μεθοδεύεται μέσω των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης που χαράσσονται μ’ έναν τρόπο που δεν υπακούει στην αρχική λογική της ανικανότητας για εργασία λόγω φυσιολογικής φθοράς.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ζήσει κανείς ως ηλικιωμένος, αλλά κάθε κοινωνία επιλέγει τον τρόπο που προτιμά ή ανέχεται. Το όριο συνταξιοδότησης είναι ένας κοινωνικός συμβιβασμός. Δεν έχει να κάνει με τη γήρανση. Ο ορισμός του ορίου ηλικίας είναι μια επιλογή που ενσωματώνει τη διαχείριση της απασχόλησης και τη δυνατότητα της κοινωνίας να προσφέρει ή όχι στα μέλη της το ένα τρίτο της ζωής τους με ανάπαυση (σχόλη) και ελεύθερο χρόνο.
Η σύνταξη λόγω γήρατος αποδεσμεύτηκε σιγά-σιγά από την ιδέα ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Άρχισε να λειτουργεί ως ένας «μικρός παράδεισος». Αρκετά μέχρι πολλά χρόνια, σε καλή φυσική κατάσταση (βέβαια χάριν των επιτευγμάτων της ιατρικής), με (ή με σχεδόν) επαρκείς (μέχρι πρόσφατα) πόρους και το κυριότερο χωρίς την πίεση ενός εργοδότη ή το φόβο της ανεργίας. Εξάλλου, αυτοί οι μικροί παράδεισοι δεν εκλαμβάνονται πλέον ως «δώρο», αλλά ως κάτι κοινωνικά οφειλόμενο, ως κοινωνικό δικαίωμα.
Σήμερα, με την προτεινόμενη αύξηση του γενικού ορίου ηλικίας στο 67ο έτος βρισκόμαστε μπροστά σε μια βαθειά κοινωνική μεταβολή . Με αυτή την επιμήκυνση επιδιώκεται η επάνοδος στην ιστορική αφετηρία του θεσμού, χωρίς να υπολογίζονται οι πραγματικές ανάγκες της τρίτης ηλικίας, ούτε η επιταγή μιας διαγενεακής κατανομής της απασχόλησης. Η παράταση του εργασιακού βίου επιλέχθηκε εναλλακτικά ως μέτρο με το οποίο θα μπορούσε να εξοικονομηθούν πόροι .
Από την άλλη, ο καθορισμός των ορίων συνταξιοδότησης δεν θα πρέπει να αγνοεί μια θλιβερή εργασιακή πραγματικότητα. Η επιμήκυνση του ασφαλιστικού βίου για την εξασφάλιση βιώσιμων συντάξεων αναιρεί μια δικαιότερη κατανομή των θέσεων ανάμεσα σε διαφορετικές γενεές. Σε αγορές εργασίας που δεν μπορούν να εγγυηθούν αξιοπρεπή εργασία για όλες τις ηλικίες, με την ανεργία των νέων στα ύψη, η συνταξιοδότηση λόγω γήρατος οφείλει να συντονιστεί με τη ζήτηση και την προσφορά στην αγορά εργασίας.
Στο σύνολο των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλέγεται η κατάργηση του ελεύθερου χρόνου που συνιστούσε μέχρι πρόσφατα η συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, και επαναφέρεται ο δεσμευμένος (εργασιακά) χρόνος. Ανάμεσα στους 11 στόχους που υιοθετήθηκαν από Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Λάακεν (2001) και αφορούν τις συντάξεις, περιλαμβάνονται η παράταση του επαγγελματικού βίου και η αύξηση των ποσοστών απασχόλησης. Η παράταση του εργασιακού βίου επιλέχθηκε, γιατί επενεργεί τόσο στον αριθμητή όσο και στον παρανομαστή της σχέσης εξάρτησης συνταξιούχων-ασφαλισμένων. Πρόσφατα, στην προοπτική διασφάλισης της βιωσιμότητας των συστημάτων, διαγράφεται ευρωπαϊκά (Λευκή Βίβλος του 2012, Ατζέντα για επαρκείς, ασφαλείς και βιώσιμες συντάξεις) μια στρατηγική σύνδεσης της ηλικίας συνταξιοδότησης με τη αύξηση του προσδόκιμου ζωής (έτσι αφηρημένα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η καλή υγεία του ηλικιωμένου).
Η όποια πρόταση για αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης πρέπει να λαμβάνει υπόψιν και κάποιες συνταγματικές και διεθνείς δεσμεύσεις. Ώστε τα μέτρα να λαμβάνονται μέσα σ’ ένα δικαιικό περιβάλλον. Δεδομένου ότι η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας Νο 102 του 1952 που κυρώθηκε από τη χώρα μας (άρθρο 26 παρ. 2 κυρωτικού νόμου 3251/55) κατοχυρώνει, ανάμεσα στις ελάχιστες εγγυήσεις της κοινωνικής ασφάλισης, το 65ο έτος ως ανώτατο όριο ηλικίας για την προστασία των γηρατειών.